About Me
Θα πενθώ πάντα - μ’ακοÏÏ‚;
- για σÎνα μόνος, στον ΠαÏάδεισο
Θα γυÏίσει Î±Î»Î»Î¿Ï Ï„Î¹Ï‚ χαÏακιÎÏ‚ της παλάμης,
η ΜοίÏα, σαν κλειδοÏχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο ΚαιÏός
Î ÏŽÏ‚ αλλιώς, Î±Ï†Î¿Ï Î±Î³Î±Ï€Î¹Î¿Ïνται οι άνθÏωποι
Θα παÏαστήσει ο ουÏανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δÏÎ¹Î¼Ï Ï„Î¿Ï… μαÏÏου του θανάτουΠενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χÏόνια που ÎÏχονται
ΧωÏίς εμάς και Ï„Ïαγουδώ τ’άλλα που Ï€ÎÏασαν
Εάν είναι αλήθεια μιλημÎνα τα σώματα
και οι βάÏκες που ÎκÏουζαν γλυκά
Οι κιθάÏες που αναβόσβησαν κάτω απο τα νεÏά
Τα “πίστεψΠμε†και τα “μηâ€
Μια στον αÎÏα μια στη μουσική
Τα δυο μικÏά ζώα, τα χÎÏια μας
Που γÏÏευαν ν’ανÎβουνε κÏυφά το Îνα στο άλλο
Η γλάστÏα με το δÏοσαχί στις ανοιχτÎÏ‚ αυλόποÏτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που εÏχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τις ξεÏολιθιÎÏ‚, πίσω απ’τους φÏάχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χÎÏι σου
Κι ÎÏ„Ïεμες Ï„Ïείς φοÏÎÏ‚ το μωβ
Ï„Ïεις μÎÏες πάνω από τους καταÏÏάχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια Ï„Ïαγουδώ
Το ξÏλινο δοκάÏι και το τετÏάγωνο φαντό
Στον τοίχο με τη ΓοÏγόνα με τα ξÎπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μÎσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυÏÏŒ
Την ÏŽÏα που βÏαδιάζει στων βÏάχων το απλησίαστο
Πενθώ το ÏοÏχο που άγγιξα και μου ήÏθε ο κόσμοςΈτσι μιλώ για σÎνα και για μÎνα
Επειδή σ’αγαπώ και στην αγάπη ξÎÏω
Îα μπαίνω σαν ΠανσÎληνος
Από παντοÏ, για το μικÏÏŒ το πόδι σου
μες στ’αχανή σεντόνια
Îα μαδάω γιασεμιά κι Îχω τη δÏναμη
ΑποκοιμισμÎνη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγαÏά πεÏάσματα
και κÏυφÎÏ‚ της θάλασσας στοÎÏ‚
ΥπνωτισμÎνα δÎντÏα με αÏάχνες που ασημίζουμε
Ακουστά σ’Îχουν τα κÏματα πώς χαιδεÏεις, πώς φιλάς
Î ÏŽÏ‚ λες ψιθυÏιστά το “τι†καί το “εâ€
ΤÏιγÏÏω στο λαιμό στον ÏŒÏμο
Πάντα εμείς το φώς κι η σκιά πάντα ÎµÏƒÏ Ï„â€™Î±ÏƒÏ„ÎµÏάκι
και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεοÏμενο
Πάντα ÎµÏƒÏ Ï„Î¿ λιμάνι κι εγώ το φανάÏι το δεξιά
το βÏεγμÎνο μουÏάγιο
και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά Ï„Ïιαντάφυλλα, και το νεÏÏŒ που κÏυώνει
Πάντα ÎµÏƒÏ Ï„Î¿ Ï€ÎÏ„Ïινο άγαλμα
και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γεÏÏ„ÏŒ παντζοÏÏι εσÏ, ο αÎÏας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ και σ’αγαπώ
Πάντα Î•ÏƒÏ Ï„Î¿ νόμισμα
και εγώ η λατÏεία που το εξαÏγυÏώνει
Τόσο η νÏχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αÎÏα, τόσο η σιγαλιά
ΤÏιγÏÏω η θάλασσα η δεσποτική
ΚαμάÏα τ’ουÏÎ±Î½Î¿Ï Î¼Îµ τ’άστÏα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν Îχω τίποτε άλλο
Μες στους Ï„ÎσσεÏις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Îα φωνάζω από σÎνα και να με χτυπά η φωνή μου
Îα μυÏίζω από σÎνα και ν’αγÏιεÏουν οι άνθÏωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το Î±Ï€â€™Î±Î»Î»Î¿Ï Ï†ÎµÏμÎνο
Δεν τ’αντÎχουν οι άνθÏωποι κι είναι νωÏίς, μ’ακοÏÏ‚;
Είναι νωÏίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Îα μιλώ για σÎνα και για μÎναΕίναι νωÏίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ακοÏÏ‚;
Δεν Îχουν εξημεÏωθεί τα Ï„ÎÏατα, μ’ακοÏÏ‚;
Το χαμÎνο μου το αίμα και το μυτεÏÏŒ-
μ’ακοÏÏ‚;-μαχαίÏι
Σαν κÏιάÏι που Ï„ÏÎχει μες στους ουÏανοÏÏ‚
Και των άστÏων τους κλώνους τσακίζει, μ’ακοÏÏ‚;
Είμ’εγώ, μ’ακοÏÏ‚;... Σ’αγαπώ, μ’ακοÏÏ‚;
Σε κÏατώ και σε πάω και σου φοÏÏŽ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ακοÏÏ‚;
Î Î¿Ï Î¼â€™Î±Ï†Î®Î½ÎµÎ¹Ï‚, Ï€Î¿Ï Ï€Î±Ï‚ και ποιος, μ’ακοÏÏ‚;
Σου κÏατεί το χÎÏι πάνω απ’τους κατακλυσμοÏÏ‚
Οι πελώÏιες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θά’Ïθει μÎÏα, μ’ακοÏÏ‚;
Îα μας θάψουν κι οι χιλιάδες ÏστεÏα χÏόνοι
ΛαμπεÏά θα μας κάνουν πετÏώματα, μ’ακοÏÏ‚;
Îα γυαλίσει επάνω τους η απονιά, ν’ακοÏÏ‚, των ανθÏώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας Ïίξει
Στα νεÏά Îνα-Îνα, μ’ακοÏÏ‚;
Τα πικÏά μου βότσαλα μετÏÏŽ, μ’ακοÏÏ‚;
Κι είναι ο χÏόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ακοÏÏ‚;
Όπου κάποτε οι φιγοÏÏες των αγίων
βγάζουν δάκÏÏ… αληθινό, μ’ακοÏÏ‚;
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ακοÏÏ‚;
Ένα Ï€ÎÏασμα Î²Î±Î¸Ï Î½Î± πεÏάσω
ΠεÏιμÎνουν οι άγγελοι με κεÏιά
και νεκÏώσιμους ψαλμοÏÏ‚
Πουθενά δεν πάω, μ’ακοÏÏ‚;
Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί, μ’ακοÏÏ‚;
Το λουλοÏδι αυτό της καταιγίδας και-μ’ακοÏÏ‚;-της αγάπης
μια για πάντα το κόψαμε
Και δεν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς, μ’ακοÏÏ‚;
Σ’άλλη γη, σ’άλλο αστÎÏι, μ’ακοÏÏ‚;
Δεν υπάÏχει το χώμα, δεν υπάÏχει ο αÎÏας,
που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ακοÏÏ‚;
Και κανείς κηπουÏός δεν ευτÏχησε
σ’άλλους καιÏοÏÏ‚ από τόσον χειμώνα
κι από τόσους βοÏιάδες, μ’ακοÏÏ‚;
Îα τινάξει λουλοÏδι, μόνο εμείς, μ’ακοÏÏ‚;
Μες στη μÎση της θάλασσας
Από το μόνο θÎλημα της αγάπης, μ’ακοÏÏ‚;
Ανεβάσαμε ολόκληÏο νησί, μ’ακοÏÏ‚;
Με σπηλιÎÏ‚ και με κάβους κι ανθισμÎνους γκÏεμοÏÏ‚
Άκου,άκου
Ποιος μιλεί στα νεÏά και ποιος κλαίει-ακοÏÏ‚;
ποιος γυÏεÏει τον άλλο, ποιος φωνάζει-ακοÏÏ‚;
Είμ’εγώ που φωνάζω κι είμ’εγώ που κλαίω, μ’ακοÏÏ‚;
Σ’αγαπώ... σ’αγαπώ, μ’ακοÏÏ‚;Για σÎνα Îχω μιλήσει σε καιÏοÏÏ‚ παλιοÏÏ‚
Με σοφÎÏ‚ παÏαμάνες και μ’αντάÏτες απόμαχους
Από τι νά’ναι που Îχεις τη θλίψη του αγÏιμιοÏ
Την ανταÏγεια στο μÎτωπο του νεÏÎ¿Ï Ï„Î¿Ï… Ï„Ïεμάμενου
Και γιατί, λÎει, να μÎλει κοντά σου νά’Ïθω
Που δεν θÎλω αγάπη αλλά θÎλω τον άνεμο
Αλλά θÎλω της ξÎσκεπης
ÏŒÏθιας θάλασσας τον καλπασμό
Και για σÎνα κανείς δεν είχε ακοÏσει
Για σÎνα οÏτε το δίκταμο οÏτε το μανιτάÏι
Στα μÎÏη τ’αψηλά της ΚÏήτης τίποτα
Για σÎνα μόνο δÎχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χÎÏι
Πιο δω, πιο κεί, Ï€Ïοσεχτικά
σ’όλα το γÏÏο του Î³Î¹Î±Î»Î¿Ï Ï„Î¿Ï… Ï€Ïοσώπου,
τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αÏιστεÏά
Το σώμα σου στη στάση του πεÏκου του μοναχικοÏ
Μάτια της πεÏηφάνειας και του διάφανου βυθοÏ,
μÎσα στο σπίτι με το σκÏίνιο το παλιό
Τις κίτÏινες νταντÎλες και το κυπαÏισσόξυλο
Μόνος να πεÏιμÎνω Ï€Î¿Ï Î¸Î± Ï€Ïωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ’άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης
Σαν από μια τοιχογÏαφία καταστÏαμμÎνη
Μεγάλη όσο σε θÎλησε η μικÏή ζωή
Îα χωÏάς στο κεÏάκι
τη στεντόÏεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην Îχει δεί και ακοÏσει
Τίποτα μες στις εÏημιÎÏ‚ τα εÏειπωμÎνα σπίτια
ΟÏτε ο θαμμÎνος Ï€Ïόγονος άκÏη άκÏη στον αυλόγυÏο
Για σÎνα, οÏτε η γεÏόντισσα μ’όλα της τα βοτάνια
Για σÎνα μόνο εγώ, μποÏεί, και η μουσική
Που διώχνω μÎσα μου αλλ’αυτή γυÏίζει δυνατότεÏη
Για σÎνα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χÏονών
Το στÏαμμÎνο στο μÎλλον με τον κÏατήÏα κόκκινο
Για σÎνα σαν καÏφίτσα η μυÏωδιά η πικÏή
Που βÏίσκει μες στο σώμα και που Ï„Ïυπάει τη θÏμηση
Και να το χώμα, να τα πεÏιστÎÏια, να η αÏχαία μας γηΈχω δει πολλά και η γη
μες απ’το νου μου φαίνεται ωÏαιότεÏη
ΩÏαιότεÏη μες στους χÏυσοÏÏ‚ ατμοÏÏ‚
Η Ï€ÎÏ„Ïα η κοφτεÏή, ωÏαιότεÏα
Τα μπλάβα των ισθμών
και οι στÎγες μες στα κÏματα
ΩÏαιότεÏες οι αχτίδες
όπου δίχως να πατείς πεÏνάς
Αήττητη όπως η Θεά της ΣαμοθÏάκης
πάνω από τα βουνά της θάλασσας
Έτσι σ’Îχω κοιτάξει που μου αÏκεί
Îά’χει ο χÏόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το Ï€ÎÏασμα σου αφήνει
Σαν δελφίνι Ï€ÏωτόπειÏο ν’ακολουθεί
Και να παίζει με τ’άσπÏο και το κυανό η ψυχή μου!
Îίκη, νίκη όπου Îχω νικηθεί Ï€Ïιν από την αγάπη
και μαζί για τη Ïολογιά και το γκιοÏλ-μπιÏσίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας Îχω εγώ χαθεί
Μόνος και ας είναι ο ήλιος που κÏατείς
Îνα παιδί νεογÎννητο
Μόνος, και ας είμ’εγώ η πατÏίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που Îστειλα να σου κÏατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αÎÏας δυνατός και μόνος τ’ολοστÏόγγυλο βότσαλο
στο βλεφάÏισμα του ÏƒÎºÎ¿Ï„ÎµÎ¹Î½Î¿Ï Î²Ï…Î¸Î¿Ï
Ο ψαÏάς που ανÎβασε κι ÎÏιξε πάλι πίσω
στους καιÏοÏÏ‚ τον ΠαÏάδεισο!Στον ΠαÏάδεισο Îχω σημαδÎψει Îνα νησί
ΑπαÏάλλαχτο ÎµÏƒÏ ÎºÎ¹ Îνα σπίτι στη θάλασσα
Με κÏεβάτι μεγάλο και πόÏτα μικÏή
Έχω Ïίξει μες στ’άπατα μισή ηχώ
Îα κοιτάζομαι κάθε Ï€Ïωί που ξυπνώ
Îα σε βλÎπω μισή να πεÏνάς στο νεÏÏŒ
Και μισή να σε κλαίω μες στον παÏάδεισο…Happiness is like a butterfly...The more you chase it, the more it will elude you...But if you turn your attention to other things,it will come and sit softly on your shoulder...
Click here to get some Bow Chicka Wah WahYour results:
You are Supergirl
Supergirl
100%
Superman
95%
Wonder Woman
85%
Green Lantern
80%
The Flash
75%
Robin
70%
Batman
45%
Catwoman
35%
Iron Man
35%
Hulk
30%
Spider-Man
25%
Lean, muscular and feminine.
Honest and a defender of the innocent.
Click here to take the Superhero Personality Test